- σκυθρωπά
- ζω αμετ. хмуриться; мрачнеть; становиться сердитым, угрюмым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυθρωπά — σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπάσας — σκυθρωπά̱σᾱς , σκυθρωπάζω look angry fut part act fem acc pl (doric) σκυθρωπά̱σᾱς , σκυθρωπάζω look angry fut part act fem gen sg (doric) σκυθρωπάσᾱς , σκυθρωπάζω look angry aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπάσαι — σκυθρωπά̱σᾱͅ , σκυθρωπάζω look angry fut part act fem dat sg (doric) σκυθρωπάζω look angry aor inf act σκυθρωπάσαῑ , σκυθρωπάζω look angry aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… … Dictionary of Greek
συνεπισκυθρωπάζω — Α κοιτάζω σκυθρωπά κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισκυθρωπάζω «είμαι σκυθρωπός»] … Dictionary of Greek